- σταθευτός
- -ή, -όν, Α [σταθεύω]1. καμένος, καψαλισμένος («σταθευτὸς δ' ἡλίου φοίβου φλογὶ χροιᾱς ἀμείψεις ἄνθος», Αισχύλ.)2. (κατά τον Ησύχ.) «πεφλογισμένος ἡρέμα».
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σταθευτός — scorched masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταθευτῶν — σταθευτός scorched fem gen pl σταθευτός scorched masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταθευτόν — σταθευτός scorched masc acc sg σταθευτός scorched neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)